- ὑπηρέσιον
- ὑπηρέσιονcushion on a rower's benchneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπηρεσίῳ — ὑπηρέσιον cushion on a rower s bench neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπηρέσια — ὑπηρέσιον cushion on a rower s bench neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηρέσιο(ν) — το / ὑπηρέσιον, ΝΑ κομμάτι από βαμβακερό ή μάλλινο ύφασμα σε κάθισμα λέμβου για να κάθονται πάνω σε αυτό οι επιβάτες αρχ. 1. ο μισθός τού κωπηλάτη 2. υπηρετικό πλοίο 3. υπόστρωμα ή σάγμα αλόγου 4. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπηρέσιον, τὸ παρ ἡμῑν, ᾧ… … Dictionary of Greek